Ένα σαββατόβραδο στην ταβέρνα: τσιγάρα, αναίδεια και ιστορίες συνωμοσίας, 17 Απριλίου 2011

Το μαγαζί στην Πεύκη γνωστό στο είδος του. Κοντοσούβλι, κοκορέτσι και παϊδάκια στα κάρβουνα. Η βραδιά ανοιξιάτικη, ήρεμη, γλυκιά, σχεδόν ερωτική. Στον κήπο και στους γύρω δρόμους μεγάλα, παμπάλαια πεύκα. Ανάλογο και το όνομα της ταβέρνας. Όμως, η ομορφιά της βραδιάς τελειώνει ξαφνικά καθώς διαβαίνεις την είσοδο του μαγαζιού. Μέσα βασιλεύει η φυλή των «Ρωμιών», των μικρομεσαίων αστών σε κατάσταση έκστασης και ασχήμιας. Οι θαμώνες στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες. Ο θόρυβος ανυπόφορος, τον κάνει ακόμα μεγαλύτερο η προσπάθεια του μπουζουξή να μας ψυχαγωγήσει. Πολλοί καπνίζουν, καπνίζουν συνεχώς επί ώρες. Ήρεμοι και αγέρωχοι. Ουδόλως τους απασχολεί ότι ίσως να παρανομούν. Όσο για τους θαμώνες που δεν καπνίζουν και μπορεί να ενοχλούνται από τα τσιγάρα τους, ούτε συζήτηση. «Τι λες καλέ; Δημοκρατία έχουμε, μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε!» μαντεύω την αντίδρασή τους παρατηρώντας τα πρόσωπα και τα βλέμματα, προέκταση κενών από αυτογνωσία και ταπεινότητα κεφαλών. Οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας χαμογελαστοί και ευτυχείς με τους θαμώνες τους, όμοιοι με εκείνους, το ίδιο ήρεμοι και σίγουροι με εκείνους, το ίδιο αδιάφοροι για τη μόλυνση από τον θόρυβο, το ίδιο ανεκτικοί με τη μόλυνση από τον καπνό των τσιγάρων. Όπως χθες, όπως προχθές, όπως και στο μέλλον. Και, φυσικά, απολύτως συνεπείς στην τακτική του «άμα είναι όλα άγραφα κάτι θα βγει», κατά το πνεύμα των στίχων του Σαββόπουλου. Σκηνές αναίδειας και νεοπλουτίστικης ξιπασιάς. Σκηνές ανομίας και αντικοινωνικότητας. Σκηνές θλίψης και πόνου για τους ελάχιστους «Έλληνες» παρόντες στον χώρο. Σκηνές, ίσως, από τον τελευταίο χορό στο κατάστρωμα του Τιτανικού λίγο πριν το τέλος…

Στο μακρόστενο τραπέζι μας, εννέα όλα κι όλα άτομα δυσκολευόμαστε να συνομιλήσουμε αφού ο θόρυβος μας το απαγορεύει. Εννέα άτομα, τρείς επιμέρους παρέες, τρεις χωριστοί μαχαλάδες. Ο θόρυβος έχει εξορίσει από την ταβέρνα την ανάγκη για κλίμα κοινότητας, για επικοινωνία, για εκδήλωση κατανόησης και αλληλεγγύης. Περιοριζόμαστε στην απόλαυση των καλών μεζέδων και του σπιτικού κρασιού και απλώς χαμογελάμε συμβατικά που και που στους άλλους της παρέας. Αμήχανοι, εγκλωβισμένοι, απομονωμένοι. Με δυσκολία καταφέρνω να συνομιλήσω με την ευγενική και ήρεμη κυρία ακριβώς δίπλα μου. Νοιώθω όμορφα καθώς δείχνει να χαίρεται που επιτέλους συμμετέχει, αφού για πολλή ώρα έδειχνε μοναχική, σκεπτική και αποκομμένη από τους άλλους στο τραπέζι, από τους άλλους μαχαλάδες. Αρκετά μεγαλύτερη στα χρόνια περίπου από όλους μας, πολύ σοφότερη επίσης. Ήδη ομότιμη καθηγήτρια στο δικό μας πανεπιστήμιο, μου εξομολογείται το θαυμασμό της για το επίπεδο της ακαδημαϊκής ζωής στα πανεπιστήμια της Τουρκίας. Μου αφηγείται τις πολλές επισκέψεις της εκεί στο παρελθόν, τις θαυμάσιες ώρες φιλοξενίας που ζούσε στα συνέδρια εκεί. Μου μιλάει για τη φιλία της με τη σπουδαία, ελληνικής καταγωγής συνάδελφό της, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Istanbul. Μου τονίζει μελαγχολικά πώς η Τουρκία είναι πρώτη στα Βαλκάνια στις πανεπιστημιακές σπουδές Φιλοσοφίας, με δεύτερη τη Βουλγαρία.

Καταλαβαίνω ότι στον απάνω μαχαλά του τραπεζιού συζητούν για την κρίση. Ποιος άραγε να φταίει και τα παρόμοια. Το μυαλό μου πολιορκείται από τους στίχους του Βάρναλη. Αφήνομαι στις σκέψεις μου. Χαμογελάω και θυμώνω συγχρόνως μόνος μου. « …μες σε καπνούς και σε βρισιές... όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές… όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται… -Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! -Φταίει ο Θεός που μας μισεί! -Φταίει το κεφάλι το κακό μας! -Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!...». Όχι, όχι, μονολογώ σιωπηλά. Δεν έχω αμφιβολία για τον φταίχτη για τις τωρινές μαύρες ημέρες μας, για την κατάντια μας, για το που μας εγκατέλειψε η ελπίδα. Φταίει το κεφάλι το κακό μας και μόνο αυτό! Δεν φταίει ούτε η κυρία Μέρκελ, ούτε οι αγορές, ούτε οι κερδοσκόποι, ούτε ο καπιταλισμός. Δεν φταίει, φυσικά, ούτε «το μπ..…λο η Βουλή» - άσε που με διαπερνάει ξαφνικά σύγκρυο κάθε φορά που ακούω το γνωστό σύνθημα από τον θυμωμένο όχλο, αφού συνειρμικά βλέπω στον νου μου ασπρόμαυρο τον Γ. Παπαδόπουλο να εξαπολύει ωρυόμενος τους μύδρους του εναντίον του «φαύλου πολιτικού κόσμου». Δεν φταίνε καν οι συνήθεις ύποπτοι των μαύρων ημερών της νεότερης ιστορίας μας, σύμφωνα με την κυρίαρχη κοινωνικοπολιτική κουλτούρα μας, δηλαδή η Δύση, οι Εβραίοι, οι Αμερικάνοι, οι Αλβανοί, οι Τούρκοι, οι μετανάστες, οι μασόνοι, η διεθνής τάξη πραγμάτων, οι ομοφυλόφιλοι - κοντολογίς, όλοι οι άλλοι εκτός από εμάς τους ίδιους. Όχι, όχι! «Φταίει το κεφάλι το κακό μας!» ξανασκέφτομαι. Γράφει απολύτως εύστοχα ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος: «Κατασκευάσαμε τον μύθο μιας ευρωπαϊκής Ελλάδας, ενώ, στην πραγματικότητα, ζούσαμε σ' ένα απέραντο σκυλάδικο διαρκείας. Τα κοινωνικά πρότυπα που ακολουθούσαμε ήταν τα πρότυπα της νύχτας, οι περιουσίες της “μαγκιάς”, η επιτυχία του “πρώτο τραπέζι πίστα”». Και: «Αυτό που καταρρέει σήμερα είναι ο τρόπος ζωής του σκυλάδικου - έστω νυχτερινού κέντρου επί το ευγενέστερον. Όχι μόνον γιατί ξημέρωσε και ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό. Αλλά γιατί ψυχολογικά δεν το αντέχαμε άλλο. Δεν αντέχαμε άλλο την κακοφωνία της κραιπάλης, τον καταναγκασμό της σπατάλης, τους υστερικούς σπασμούς που τους βαφτίσαμε διασκέδαση. Απ' αυτή την άποψη, η κρίση ήρθε σαν λύτρωση. Αν μη τι άλλο, η πραγματικότητα μάς χτύπησε την πόρτα και μας υποχρεώνει να αντιδράσουμε» (http://www.lifo.gr/mag/columns/3494).

Όμως, ο Κώστας στον απάνω μαχαλά δείχνει να ξέρει αυτός καλά τον φταίχτη για τις μαύρες ημέρες μας. Πλησιάζω κοντά τους. Τεντώνουμε όλοι τα αυτιά μας, τον κοιτάμε στα μάτια, κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του. Αυτός με δραματικό ύφος, το γνωστό ύφος που έχουν όσοι πιστεύουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια και μας κάνουν απλώς χάρη να τη μοιραστούν μαζί μας, μας κοιτάει αποφασιστικά στα μάτια και μας εκμυστηρεύεται ότι είναι «οικονομολόγος», έχει δουλέψει πολλά χρόνια στο τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα και… «έχω δει πάρα πολλά, τα έχω δει όλα με τα μάτια μου!..». Τολμάω και ζητάω διευκρινήσεις. Κουνάει θεατρικά τα χέρια του. Υψώνει τις δυο παλάμες του ανοιχτές προς το μέρος του, τις κοιτάζει και τις κουνάει μπρος-πίσω στον αέρα μια, δυο, πολλές φορές. Μετράει τις φορές. Τολμάω και ρωτάω «Τι είναι αυτά;». Μου απαντάει «λαμόγια!». Έχω αρχίσει να θυμώνω. Νοιώθω ότι κάποιος γνωρίζει επιτέλους ποιοί διέρρηξαν το σπίτι μου κι έκλεψαν χρήματα και πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια από το ντουλάπι. Τι άλλο, άραγε, είναι η κοινωνία, το κράτος, η πατρίδα παρά προέκταση του σπιτικού μου, το σύνολο χιλιάδων σπιτικών, όλων των σπιτικών; Τι άλλο, άραγε, είναι η εθνική οικονομία παρά προέκταση του ντουλαπιού με τις οικονομίες στο σπίτι μου, το σύνολο όλων των ντουλαπιών, όλων των οικογενειακών οικονομιών, με τις οποίες συνδέεται με τρόπο όμοιο με τα συγκοινωνούντα δοχεία που μαθαίναμε στη Φυσική; Πέφτει η στάθμη στην εθνική οικονομία, πέφτει αμέσως και στην ατομική, την οικογενειακή μας οικονομία. Λιγοστεύουν τα χρήματα στο εθνικό ταμείο, λιγοστεύουν αναπόφευκτα και στο ατομικό, το οικογενειακό μας ταμείο. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πλέον προσωπικό. Τον προκαλώ θυμωμένος: «Δώσε μου τα ονόματα αυτών των λαμόγιων που λες!». Αρνείται! Προτιμάει να μου εξηγήσει την ετυμολογία της λέξης «λαμόγιο». Θυμώνω περισσότερο: «Δώσε τα ονόματά τους έστω στην Αστυνομία, στο Υπουργείο Οικονομικών, κάπου επιτέλους! Έχεις υποχρέωση να τους ονομάσεις! Αν δεν το κάνεις είσαι συνένοχος με αυτούς! Συγκαλύπτεις εγκληματίες!» φωνάζω, αφού είναι προφανές ότι αυτοί που καταχράστηκαν, υπεξαίρεσαν, έκλεψαν δημόσιο χρήμα πρέπει να θεωρούνται ότι αδίκησαν τον καθένα από εμάς προσωπικά. Μάταια! Ο Κώστας αγέρωχος αρνείται να μας βοηθήσει να βρούμε τους απατεώνες και να διεκδικήσουμε τα κλοπιμαία. Φεύγω εξοργισμένος και επιστρέφω με τα πόδια στο σπίτι, βέβαιος ότι το μυστικό του έχει την ίδια ακριβώς δόση αλήθειας, την ίδια ακριβώς σημασία με τις παλιές περιπτώσεις της Αγίας Αθανασίας του Αιγάλεω ή του ιαματικού νερού του Καματερού. Το επόμενο σαββατόβραδο κάποιος άλλος Κώστας θα αποκαλύπτει το δικό του μεγάλο μυστικό σε μια άλλη παρέα, σε μια άλλη ταβέρνα. Όπως χθες, όπως προχθές, όπως και στο μέλλον.

Νοιώθω αηδιασμένος και κουρασμένος με τα μυστικά, με τους ψιθύρους, με τις εμπιστευτικές δήθεν αποκαλύψεις, με τις ιστορίες συνωμοσίας. Όλοι ξέρουμε ότι περνάμε μαύρες ημέρες τον τελευταίο καιρό. Ημέρες θλίψης και θυμού. Ημέρες απόγνωσης. Ημέρες φόβου και αβεβαιότητας. Πρέπει όμως να αντιδράσουμε, πρέπει να βοηθήσουμε, πρέπει να πολεμήσουμε. Η μάχη είναι εθνική, η προσπάθεια είναι υπόθεση όλων μας. Η έκβαση αβέβαιη. Μοναδική ελπίδα να τα καταφέρουμε υπάρχει αν δείξουμε διάθεση για σκληρή δουλειά, διάθεση για κόστος και θυσίες, διάθεση για κακουχίες, διάθεση για κινδύνους. Σε κάθε περίπτωση η βία, η αυθαιρεσία, η ανοχή στην ανομία και ο φατριασμός υπονομεύουν την προσπάθεια για τη διάσωση της εθνικής οικονομίας, της δικής μας οικονομίας. Αποτελούν ουσιαστικώς λιποταξία από τη μάχη. Όσο για τα «μυστικά», τις «αποκαλύψεις», τις ιστορίες και θεωρίες συνωμοσίας, ενώ δεν συμβάλλουν στο να αποδοθούν ευθύνες και να μιλήσει η δικαιοσύνη, από την άλλη μεριά διαβρώνουν το ηθικό της κοινωνίας, εμποδίζουν τη δημιουργία της απολύτως αναγκαίας σε καιρό μάχης συναίνεσης, και δημιουργούν στον κόσμο φρούδες ελπίδες. Οι μέρες είναι μαύρες. Η νύχτα μακρά και το ξημέρωμα αργεί. Ας μην επιτρέψουμε, τουλάχιστον, στον κάθε εξυπνάκια ή δημαγωγό να παίζουν με τον πόνο μας!

Δημήτρης Α. Δασκαλόπουλος, Ιατρός


(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Το Βήμα της Αιγιαλείας" στις 8 Μαΐου 2011)


Ακολουθήστε μας στο facebook και στο twitter: