Marc de Leval, 1941-2022
Ο παιδοκαρδιοχειρουργός, ο δάσκαλος, ο ερευνητής, ο φίλος

Η Κ
υριακή 26 Ιουνίου 2022 ήταν μια θλιβερή ημέρα. Έφυγε από τη ζωή ο άνθρωπος που είχε ευεργετήσει με τις χειρουργικές του ικανότητες πολλούς ασθενείς μου, και ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Νιώθω, λοιπόν, την ανάγκη να γράψω μερικά λόγια για τον Marc de Leval, τον παιδοκαρδιοχειρουργό με την εκπληκτική επιστημονική και ιατρική πορεία. Την πορεία από το Charneux, το μικρό χωριό στο Βέλγιο που γεννήθηκε, στη Λιέγη (“Université de Liège”) που σπούδασε ιατρική και εκπαιδεύτηκε στην παθολογία και τη γενική χειρουργική, στο “Presbyterian Hospital” στο San Francisco της Καλιφόρνιας (1970-1972) και στη “Mayo Clinic” στο Rochester της Μινεσότας (1973-1974) των ΗΠΑ που εκπαιδεύτηκε στην καρδιοχειρουργική ενηλίκων και παιδιών, στο περίφημο “Great Ormond Street Hospital for Children” (GOSH) στο Λονδίνο ως διευθυντής (consultant) παιδοκαρδιοχειρουργικής σε ηλικία μόλις 33 ετών (1974), στην παγκόσμια αναγνώριση ως ένας από τους ικανότερους χειρουργούς για συγγενείς καρδιοπάθειες του κόσμου, στην ανακήρυξή του ως Professor of Cardiothoracic Surgery στο University College London [UCL] (1998), και στην απονομή από τους Αμερικανούς συναδέλφους του (American Association of Thoracic Surgeons [AATS]) το 2011 του περίφημου βραβείου για επιστημονικά επιτεύγματα (“Scientific Achievement Award”). Το άρθρο που δημοσίευσε τότε ο Thomas L. Spray, επικεφαλής καρδιοχειρουργικής στο “Children’s Hospital of Philadelphia”, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας, και 89ος πρόεδρος του AATS, με αφορμή εκείνη τη βράβευση είναι μια πολύ περιεκτική αναφορά στην καριέρα και την ερευνητική συνεισφορά του de Leval. Μαζί με όλα τα άλλα λαμπρά επιστημονικά και ιατρικά επιτεύγματά του, ο Marc de Leval ίδρυσε και τη μονάδα μεταμοσχεύσεων καρδιάς και πνευμόνων στο GOSH, όπου πραγματοποίησε και την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς το 1988. Συνταξιοδοτήθηκε από το National Health Service (NHS) το 2006, και συνέχισε να εργάζεται στη “Harley Street Clinic” του Λονδίνου. Σταμάτησε να χειρουργεί το 2010, όταν διαγνώστηκε με νόσο του Parkinson.

Τον Ιούλιο του 2017, στη διάρκεια του 7ου
παγκοσμίου συνεδρίου παιδοκαρδιολογίας και καρδιοχειρουργικής που έγινε στη Βαρκελώνη προβάλλονταν συχνά στις αίθουσες του συνεδρίου εικόνες με τα επιτεύγματα των παγκόσμιων γιγάντων του τομέα μας. Ένας από τους τιμώμενους γίγαντες ήταν και ο Marc de Leval.

Αυτές τις ημέρες, οι συνάδελφοί του στις ΗΠΑ και σε όλον τον κόσμο θρηνούν την απώλεια αυτού του πολύ σημαντικού γιατρού, του πολύ σημαντικού ανθρώπου.

Στη διάρκεια της εκπαίδευσής μου στην παιδιατρική και την παιδοκαρδιολογία στις ΗΠΑ, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά τη δράση πολλών σπουδαίων παιδοκαρδιοχειρουργών όπως οι A. Castaneda, W. Norwood, S. Subramanian, D. McGoon, G. Danielson, και F. Puga. Εκείνη η εμπειρία με βοήθησε ώστε να μπορώ στο μέλλον να αναγνωρίζω τον καλό και ικανό παιδοκαρδιοχειρουργό όταν τον συναντούσα, και να τον ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους. Τον Marc de Leval του Λονδίνου τον γνώριζα τότε μόνο από τη εξαιρετική φήμη του, που είχε ήδη περάσει και στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού. Τον γνώριζα, επίσης, ως αναγνώστης και μελετητής του κλασικού πολυσυγγραφικού βιβλίου του με τίτλο Surgery for Congenital Heart Defects” (1983), το οποίο είχε επιμεληθεί ως editor μαζί με τον συνεργάτη του στο GOSH – και επίσης σπουδαίο παιδοκαρδιοχειρουργό – Jaroslav Stark. Εκείνο το δημοφιλές και χρησιμότατο βιβλίο (πολλά χρόνια αργότερα ο de Leval θα μου δώριζε τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου) βρίσκεται τώρα στην τρίτη του έκδοση (2006).

Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα το 1987, είχα επιτέλους την ευκαιρία να συναντήσω αυτόν τον μεγάλο καρδιοχειρουργό στο Λονδίνο και να συνεργαστώ μαζί του για το καλό των ασθενών μου. Μετά από τους πρώτους λίγους μήνες της εργασίας μου στο δημόσιο νοσοκομείο για παιδιά στην Αθήνα, είχα πλέον αποφασίσει ότι τα αποτελέσματα των εγχειρήσεων στο διπλανό δημόσιο νοσοκομείο για παιδιά (νοσοκομείο “Η Αγία Σοφία”) – το μόνο τότε δημόσιο νοσοκομείο για χειρουργική συγγενών καρδιοπαθειών σε νεογνά, βρέφη και παιδιά – ήταν κακά και ο βαθμός επιστημονικής και τεχνικής ανεπάρκειας πολύ μεγάλος. Συχνά η δικαιολογία για την απουσία χειρουργικής βοήθειας ήταν ότι το παιδί ήταν «ανεγχείρητο» και οι γονείς του ελάμβαναν απλώς τη συμβουλή «πάρτε το στο σπίτι για να πεθάνει»! Στη συνέχεια, o Marc de Leval ήταν ο χειρουργός που για πολλά χρόνια πρόσφερε το δώρο της ζωής, ή της καλύτερης ποιότητας της ζωής, ή της μακράς επιβίωσης (“longevity”) στους ασθενείς μου. Με τα εξαιρετικά χειρουργικά αποτελέσματά του χάριζε συγχρόνως και σε εμένα το απαραίτητο στη δουλειά μου αίσθημα ασφάλειας για την τύχη των ασθενών μου, που συχνά είχαν χειρουργικώς δύσκολες ή σύμπλοκες συγγενείς καρδιοπάθειες.

Τον συνάντησα για πρώτη φορά  σε ένα από τα ταξίδια μου στο Λονδίνο – ήταν νομίζω το 1988 – για να παρακολουθ
ήσω το μετεκπαιδευτικό meeting που οργάνωναν κάθε χρόνο το GOSH και το “UCL Great Ormond Street Institute of Child Health (ICH)”. Μιλήσαμε πολύ και είχε την καλοσύνη να με παρουσιάσει, στη διάρκεια του επίσημου δείπνου το βράδυ, σε μια σειρά από προσωπικότητες της παιδοκαρδιολογίας και της παιδοκαρδιοχειρουργικής από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ευρώπη. Ήταν νομίζω τότε που μού μίλησε για πρώτη φορά για την επιθυμία του να μελετήσει συστηματικά τον ρόλο των ανθρωπίνων παραγόντων (human factors) και κυρίως του ανθρωπίνου λάθους (human error) στην έκβαση των καρδιακών εγχειρήσεων. Μια άλλη φορά, μού εξηγούσε – καθώς πίναμε μπύρα σε μια pub κοντά στη “Harley Street Clinic” – την ιδέα του ότι οι χειρουργικές αποτυχίες θα πρέπει να αναλύονται όχι μόνο στατιστικά αλλά και ιατροδικαστικά (forensically) και να προσεγγίζονται με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι αεροπορικές εταιρείες. Δηλαδή, με τη διερεύνηση του “πώς” και του “γιατί” όχι μόνο των αεροπορικών δυστυχημάτων (aircraft crashes) αλλά και των περιπτώσεων παραλίγο αεροπορικών δυστυχημάτων (aircraft near misses). Οι συναντήσεις μας συνεχίστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, με αφορμή κάποιο ταξίδι μου στο Λονδίνο ή κάποιο ιατρικό συνέδριο. Στη Νέα Ορλεάνη, στη Μπανγκόκ, στο Παρίσι, στην Αθήνα, στη Βενετία. Κουβεντιάζαμε πολύ για τους κοινούς ασθενείς μας, αλλά και για τις έρευνές του, για την εγχείρηση Fontan και την “κυκλοφορία Fontan” – ο Marc de Leval υπήρξε καινοτόμος ερευνητής και σ’ αυτόν τον τομέα – για τις θυγατέρες μας, για την αξία να επιλέγει κάποιος να ζήσει και να εργαστεί εκεί που είναι πιο ευτυχισμένος. Κάθε συνάντηση και συζήτηση μαζί του ήταν ένα μικρό ιατρικό σχολείο για εμένα. Κάθε συνάντησή μας ήταν μια ακόμα αφορμή για να εκτιμήσω τη σπάνια ευφυΐα του, την πολύ υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, τη στοχαστική του σκέψη και την αυστηρή αυτοκριτική του διάθεση. Ένα μεσημέρι στο Λονδίνο, πέρασε και με πήρε απ’ το ξενοδοχείο μου με την Porsche του – o Marc λάτρευε τα γρήγορα αυτοκίνητα – και πήγαμε στο σπίτι του όπου γνώρισα τη σύζυγό του και γευματίσαμε οι τρεις μας.  

Προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, στο απόγειο της καριέρας του, ο de Leval εξέπληξε τους συνεργάτες του και τους φίλους του σε όλον τον κόσμο όταν, μετά από μια σειρά χειρουργικών θανάτων σε νεαρά βρέφη με τη συγγενή καρδιοπάθεια που ονομάζεται “μετάθεση των μεγάλων αρτηριών” και τα οποία είχε χειρουργήσει με την εγχείρηση “arterial switch”, αποφάσισε να σταματήσει να εκτελεί αυτήν την εγχείρηση και να επανεκπαιδεύσει (“retrain”) τον εαυτό του. Είχε μέχρι τότε εκτελέσει επιτυχώς αυτήν τη δύσκολη εγχείρηση σε 52 βρέφη με μόνο έναν θάνατο. Όμως, στη συνέχεια αντιμετώπισε μια σειρά (cluster) από ανεξήγητους θανάτους βρεφών. Όπως γράφει στο μικρό αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο “Humanity & Humility – 40 Years in Children’s Heart Surgery” (2019) (που το προλογίζει ο καθηγητής Sir Magdi Yacoub), ο de Leval ένιωσε τότε την εμπιστοσύνη (“confidence”) στον εαυτόν του να είναι στα τάρταρα και βρέθηκε αντιμέτωπος με το κρίσιμο ερώτημα αν εκείνοι οι θάνατοι οφείλονταν σε δική του μειωμένη επίδοση (“underperformance”). Όταν μετά το “retraining” άρχισε πάλι να εκτελεί τη συγκεκριμένη εγχείρηση, η χειρουργική θνησιμότητα επέστρεψε στο ίδιο χαμηλό επίπεδο που ήταν πριν από τη σειρά των ανεξήγητων θανάτων. Ο ίδιος αποφάσισε ότι ο κυριότερος παράγοντας στην επιστροφή στις καλές επιδόσεις ήταν η επιστροφή της εμπιστοσύνης (confidence) στον εαυτόν του. Ωστόσο, η βασανιστική εμπειρία που είχε προηγηθεί τον έκανε να σκεφτεί με κάθε λεπτομέρεια τον ρόλο των ανθρωπίνων παραγόντων (human factors) και του ανθρωπίνου λάθους (human error) στις καρδιακές εγχειρήσεις, και πώς θα μπορούσε κάποιος να σχεδιάσει ένα σύστημα για να παρακολουθεί (monitor) τα χειρουργικά αποτελέσματα. Αφού συγκέντρωσε και κατέγραψε όλες τις πληροφορίες για τις εγχειρήσεις “arterial switch” που είχε εκτελέσει, ζήτησε τη βοήθεια του επιφανούς Βρετανού στατιστικολόγου David Spiegelhalter (σήμερα Sir David Spiegelhalter, καθηγητής στο University of Cambridge) για να ερμηνεύσουν τα δεδομένα. Εμπνευσμένοι από τον τρόπο που χειρίζεται η υπηρεσία πολιτικής αεροπορίας παρόμοιες αποτυχίες – είχαν επισκεφτεί το αεροδρόμιο Gatwick του Λονδίνου – υιοθέτησαν την έννοια των “near misses” (παραλίγο αεροπορικών δυστυχημάτων) των αεροπορικών εταιρειών, και όρισαν τα ερωτήματα που έπρεπε να απαντήσει η ανάλυση των δεδομένων. Το προϊόν εκείνης της ανάλυσης είναι το άρθρο τους που δημοσιεύτηκε στο “Journal of Thoracic and Cardiovascular Surgery” τον Μάρτιο του 1994, ο κύριος τίτλος του οποίου είναι “Analysis of a cluster of surgical failures”. Πιστεύω ότι είναι ένα ιστορικό και πολλαπλώς διδακτικό άρθρο.

Εκείνο το άρθρο και η στάση τού Marc de Leval όταν αντιμετώπισε μια σειρά χειρουργικών αποτυχιών εγκωμιάστηκαν από ιατρούς και επιστήμονες σε όλον τον κόσμο. Ο Tom Treasure, καθηγητής καρδιοθωρακικής χειρουργικής στο “St George’s Hospital” του Λονδίνου, έγραψε σχετικώς σε κύριο άρθρο του, με τίτλο “Lessons from the Bristol case”, στο “British Medical Journal (BMJ)” τον Ιούνιο του 1998: «Η ανάλυση μιας σειράς θανάτων για αυτήν την εγχείρηση (arterial switch operation) σε μια κατά τα άλλα αρίστη σειρά στο (νοσοκομείο) Great Ormond Street είναι υπόδειγμα ειλικρινούς αυτοαξιολόγησης». Ο William Brawn, επιφανής παιδοκαρδιοχειρουργός στο “Birmingham Children’s Hospital” του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν ο τιμώμενος ομιλητής στο 52ο ετήσιο συνέδριο του “Association for European Paediatric and Congenital Cardiology (AEPC)” που έγινε στην Αθήνα το 2018. Όταν στη διάρκεια συζήτησης που είχα μαζί του σε κάποιο διάλειμμα ανέφερα το όνομα του de Leval, με διέκοψε και μου είπε: «ο Marc είναι ένας γενναίος άνθρωπος!». Στο άρθρο – νεκρολογία για τον de Leval στο “British Medical Journal (BMJ)” στις 15 Ιουλίου του 2022, ο καθηγητής Sir David Spiegelhalter δήλωσε: «Ήταν θαυμάσιο που εργάστηκα μαζί με τον Marc στο άρθρο για τη σειρά των αποτυχιών και άλλαξε την καριέρα μου». Και πρόσθεσε: «Το συμπέρασμα του άρθρου του 1994, που αναγνωρίζει “ένδειξη υποευνοϊκής επίδοσης που φαίνεται να εξουδετερώνεται με την επανεκπαίδευση (retraining)”, δείχνει την ταπεινότητα και τον αυτοστοχασμό του de Leval». Στο ίδιο άρθρο, ο διευθυντής (consultant) καρδιολόγος και καθηγητής John Deanfield, συνεργάτης του de Leval στο GOSH για περισσότερο από 30 χρόνια, δήλωσε: «Αντιμέτωποι με αποτυχίες, οι περισσότεροι χειρουργοί είτε συνεχίζουν ή γίνονται αμυντικοί. Δεν γράφουν γι’ αυτές (τις αποτυχίες) και μετά τις υποβάλλουν σε νέους τρόπους ανάλυσης. Ο Marc ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοκριτικός και καινοτόμος, και άλλαξε τον τρόπο που συζητούμε για τα λάθη».

Όπως δήλωσε για τον Marc de Leval πρόσφατα η Βρετανίδα καρδιολόγος και καθηγήτρια Jane Somerville, «η απίστευτη κληρονομιά του είναι ότι πάρα πολλοί από τους ασθενείς του είναι μακροπροθέσμως επιζώντες (“long term survivors”). Τα βρέφη και τα παιδιά που χειρούργησε και τους έδωσε τη δυνατότητα να φτάσουν στην ενήλικο ζωή και να έχουν σχεδόν φυσιολογικές ζωές». Εγώ τον αποχαιρετώ με αισθήματα σεβασμού, θαυμασμού, αγάπης, και κυρίως ευγνωμοσύνης για τη μεγάλη προσφορά του σε πολλούς ασθενείς μου και σε εκατοντάδες άλλα καρδιοπαθή Ελληνόπουλα.    

22 Ιουλίου 2022 

    

Ακολουθήστε μας στο facebook (επαγγελματική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο facebook (προσωπική σελίδα)

Ακολουθήστε μας στο twitter